σεβαστῆς

σεβαστῆς
σεβαστός
venerable
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεβαστός — (I) ή, ό / σεβαστός, ή, όν, ΝΑ [σεβάζομαι] 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.) 2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Κορινού, δήμος — Νέος δήμος (6.611 κάτ.) του νομού Πιερίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κορινού, Κάτω Αγίου Ιωάννου, Κούκκου, Νέας Τραπεζούντος και Σεβαστής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η… …   Dictionary of Greek

  • Σκλήραινα, Μαρία — Πρωτοξάδελφη της δεύτερης σύζυγου του Κωνσταντίνου θ’ Μονομάχου, του οποίου ήταν ερωμένη. Όταν το 1042 ο Κωνσταντίνος θ’ Μονομάχος έγινε αυτοκράτορας, η πρώτη του δουλειά ήταν να πείσει τη γυναίκα του Αυγούστα Ζωή την Πορφυρογέννητη, να φέρουν τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”